- ξεβράκωμα
- τό1) снимание штанов; 2) перен. разоблачение, обличение (кого-л.); срывание маски (с кого-л.); 3) перен. опозоривание, опорочивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεβράκωμα — το 1. αφαίρεση τού βρακιού, τής περισκελίδας 2. αποκάλυψη κακής πράξης, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek
ξεβράκωμα — το, ατος 1. η αφαίρεση, το βγάλσιμο του βρακιού. 2. μτφ., αποκάλυψη, ρεζίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)